GOYA

Σύμφωνα με τη Βικιπαιδεία, ο Francisco Goya ήταν Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Υπήρξε ζωγράφος της βασιλικής αυλής της Ισπανίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε τρεις γενιές μοναρχών και θεωρείται ο σπουδαιότερος Ισπανός καλλιτέχνης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου. Το έργο του, που ανήκει στην περίοδο του ροκοκό και του ρομαντισμού, περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης.

Αν και υπήρξε διακεκριμένος και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία, η φήμη του εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατό του. Κατά το 19ο αιώνα, το έργο του εκτιμήθηκε από τους ζωγράφους του ρομαντισμού, με κύριο θαυμαστή του τον Ντελακρουά, ενώ την ίδια στάση τήρησαν καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται σήμερα ως ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών, καθώς και ένας εκ των πρώτων «μοντέρνων» καλλιτεχνών.

Το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ’, ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγκο Βελάσκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάσκεθ στον πίνακα Las Meninas. Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάσκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό.

Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το Προαύλιο των Τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται. Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ’ και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων.

Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Γυμνή maja (La Maja Desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα (maja) που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Ντυμένη maja (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή maja, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη maja λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους.

Κατηγορία: ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
2 Comments
  1. 13 έτη ago
    Meet-sos (eL GitaNo NegRo)

    Σε αυτόν αναφέρεται ο στίχος που λέει
    “όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια…” ????

Αφήστε μια απάντηση

close
Facebook IconTwitter Icon