alicia romero cortés

H Alicia Romero Cortés έγινε γνωστή με τη σύλληψη των μελών της 17Ν πριν αρκετά χρόνια. Η ίδια είχε σχέση με το Σαββα Ξηρό, τον οποίο και πριν δύο χρόνια τελικά παντρεύτηκε στον Κορυδαλλό. Η κ.Κορτές γεννήθηκε στην Mallorca της Ισπανίας, ενώ είναι μόνιμος κάτοικος της χώρας μας για πάνω από 20 χρόνια.

Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από τη συνένετυξη που η ίδια παραχώρησε στο ‘ΒΗΜΑ’ πριν αρκετά χρόνια.

– Δείχνετε θυμωμένη. Ετσι ακριβώς σας γνώρισε η Ελλάδα τον Ιούλιο. Μια κυρία που ωρυόταν κατά των δημοσιογράφων με ένα πολύχρωμα μαντίλι στο κεφάλι.

«Ακόμη και γι’ αυτό το μαντήλι είπαν ψέματα. Είπανε ότι ήταν της ΕΤΑ. Στην αρχή ότι ήταν η ισπανική σημαία, αλλά μετά πως μου το έδωσε η ΕΤΑ. Ακόμη και η Αντιτρομοκρατική μεταξύ σοβαρού και αστείου με ρωτούσε γι’ αυτό. Τους είπα ότι ήταν μια λύση για τα μαλλιά μου που είχανε μακρύνει. Τους είπα ότι μου το χάρισε η μαμά μου. Αφού πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου και της λέω: “Μαμά, μου λένε ότι το μαντίλι μού το έδωσε η ΕΤΑ” και μου λέει η μητέρα μου: “Πέτα το, παιδί μου, πέτα το”».

– Τι λέει η μητέρα σας για όλα αυτά που συμβαίνουν με επίκεντρο την κόρη της;

«Στην αρχή ανησυχούσε. Διάβαζε στις εφημερίδες ότι η κόρη της είναι γυναίκα ενός ανθρώπου της “17 Νοέμβρη” και ύποπτη και η ίδια. Τώρα καταλαβαίνει περισσότερο. Μου έχει εμπιστοσύνη παρ’ ότι όταν έφυγα από το σπίτι ήμουν 17 χρόνων. Οταν επέστρεφα στην Ισπανία κατά καιρούς, δεν την άφηνα να σκοτώσει ούτε τα ποντίκια. Ξέρει πως δεν θα σκότωνα. Διάβαζε για την τρομοκράτισσα και είχε βραχυκυκλώσει. Ηξερε ακόμη ότι έχει μια κόρη νομάδα».

– Είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι μεταξύ αυτού που παρακολουθείται και αυτού που παρακολουθεί αναπτύσσεται τελικώς μια σχέση;

«Ναι. Τώρα πια τους κάνουμε και πλάκα. Παίζουμε κάτι σαν κρυφτό. Είναι πιο διακριτικοί όταν μας παρακολουθούν. Στην αρχή ήτανε τσίρκο. Δεν είχαμε κι εμείς αυτοκίνητο για να κινούμαστε και εμφανίζονταν σε λεωφορεία, σε τρένα. Τώρα νομίζω ότι μας παρακολουθούν από τα κινητά μας τηλέφωνα. Αλλά την πρώτη περίοδο μας παρακολουθούσαν και ξένοι πράκτορες, που τους έφεραν μην και τυχόν μας αναγνωρίσουν απ’ τα ταξίδια που κάναμε. Φέρανε Μαροκινούς, Σουδανούς. Οι μελαψοί ήταν, όταν τους εντοπίζαμε, πιο φιλικοί. Οι Σουδανοί ήταν κομπλαρισμένοι. Αλλά σε αυτές τις παρακολουθήσεις είχαμε ακόμη και ανήλικα κοριτσάκια που μας παρακολουθούσαν».

– Προηγουμένως είπατε ότι είσαστε νομάς. Για αυτά τα ταξίδια που κάνατε έχουν ειπωθεί παρά πολλά.

«Ναι, είμαι. Μάλιστα τώρα και επίσημα, αφού μένω σε τσαντίρι, σε τροχόσπιτο. Εφυγα μικρή από το σπίτι. Ζούσα στη Μαγιόρκα και αρχικά έπαιρνα το τρένο για να πάω στους παππούδες. Στα δεκαεπτά μου μάλωσα με τη μητέρα μου και έφυγα. Είχε προηγηθεί μια σύγκρουση με το σχολείο. Την τελευταία χρονιά μου είπανε: “Σε ποιο σχολείο θα πας του χρόνου;”. Δεν τους άρεσα πολύ. Αποφάσισα να πάω σχολείο στην Ινδία. Κάπως μακριά, αλλά το έκανα. Στην αρχή πήγα το ’77 σε ένα κοινόβιο στη Μαγιόρκα. Ηταν η εποχή των χίπις. Ο μπαμπάς μου είχε βάλει ντετέκτιβ να με παρακολουθούν. Είχε πάθει ζημιά ο άνθρωπος. Προτού φύγω για την Ινδία, μαθαίνω στη Βαρκελώνη ότι μια βραχονησίδα στη Μαγιόρκα θέλουν να την κάνουνε θέρετρο. Είναι το νησάκι Μπραντόνρα. Μια παρέα αποφασίσαμε να πάμε πάνω και να την καταλάβουμε. Ηταν η πρώτη και τελευταία πράξη αντίστασης που έχω κάνει. Ευτυχώς καταφέραμε να σώσουμε το νησί. Σήμερα είναι καταπράσινο. Εκεί γνώρισα έναν φωτορεπόρτερ με τον οποίο αποφασίσαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο. Πήγαμε στην Ινδία, επηρεασμένοι από αυτά τα κινήματα επιστροφής στις ανατολικές φιλοσοφίες. Ηθελα να συνεχίσω να ταξιδεύω. Επέστρεψα στην Ισπανία, σπούδασα αισθητικός, έγινα αγρότισσα και αφού έβγαλα κάποια λεφτά πήγα Ταϊλάνδη, από εκεί Αυστραλία. Ταξίδευα. Πήγα με οτοστόπ στο Θιβέτ. Κόντεψα να πεθάνω από τις αρρώστιες».

– Εγινε κάποιος γάμος στην Αυστραλία;

«Οχι, είναι και αυτό ψέματα. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Η πρώτη φορά που θα παντρευτώ είναι τώρα, τον Σάββα. Οχι γιατί πιστεύω στον γάμο. Μου αρέσει αυτή η τελετή γιατί πιστεύω στον Θεό. Οχι σε θρησκείες. Στον Θεό. Οι θρησκείες χωρίζουν, ενώ ο Θεός ενώνει».

– Στην Ελλάδα πώς φθάσατε;

«Ηρθα το 1987. Μετά από πέντε χρόνια παραμονής, πήγα στην Ικαρία και γνώρισα τον Σάββα. Εκείνο το βράδυ ετοιμαζόταν να φύγει αλλά γνώρισε εμένα. Είχε δέκα χρόνια να πάει στο νησί. Ηταν γλυκός άνθρωπος, διακριτικός. Μου είπε πως είναι αγιογράφος και εγώ ήθελα να μάθω αγιογραφία. Και μείναμε μαζί ως τώρα».

– Πώς ήταν η ζωή σας; Εγώ έχω την εντύπωση διαβάζοντας τη δικογραφία ότι ήταν ένας πόλεμος. Βία, σκληρότητα, αίμα…

«Εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτε απ’ όλα. Δεν ξέρω τι ζούσε έξω από μένα, αλλά μαζί μου ήταν τρυφερός και προστατευτικός. Πάντα έβλεπε τα πράγματα θετικά. Πνιγόμουνα με ένα πρόβλημα και έλεγε “θα περάσει”. Και τώρα, στη φυλακή, έτσι είναι. Με το που πήγε, τους αναπτέρωσε όλους. Εχουν αρχίσει να δουλεύουν στα κελιά. Θα ζητήσει μετά τις δίκες να κάνει και μαθήματα αγιογραφίας σε κρατουμένους. Ηρεμος άνθρωπος. Ηταν το φάρμακό μου, όπως έλεγε η μαμά μου».

– Φαίνονται λίγο παράλογα όλα αυτά. Σας έχουν ειρωνευθεί δημοσιογράφοι. Λένε: «Πώς η Ρομέρο δεν κατάλαβε τίποτα»; Οταν επέστρεφε τραυματίας ο Σάββας από επίθεση με ρουκέτα τι έλεγε; «Επεσα από το μηχανάκι»;

«Από την επίθεση στην οποία αναφέρονται, στην κατοικία του γερμανού πρέσβη, ο Σάββας γύρισε με ένα τραύμα στο δάχτυλο, απ’ ό,τι τώρα καταλαβαίνω. Ξέρεις πόσες φορές ερχότανε ο Σάββας τραυματισμένος από εργαλεία στη δουλειά; Είχε ολόκληρο εργαστήριο, κορδέλες, πριόνια. Γιατί έπρεπε να με παραξενέψει ένα χτύπημα στο δάχτυλο;».

– Οταν λοιπόν αποκαλύφθηκαν όλα;

«Επεσα κι εγώ απ’ τα σύννεφα όπως όλοι οι δικοί του».

– Γιατί δεν τον απορρίψατε; Διαπιστώσατε ότι ήταν άλλο απ’ αυτό που είχατε επιλέξει. Γιατί κυριάρχησε η συμπαράσταση και όχι η άποψη «μου έλεγε ψέματα»;

«Ενιωσα και νιώθω ένα κάψιμο μέσα μου. Αλλά δεν με ξεγέλασε. Σε μένα απέναντι ήταν αυτό που εγώ ζούσα και στους άλλους αυτό που ζούσαν οι άλλοι. Δεν είναι ότι δεν με νοιάζουν όλα αυτά. Λέω όμως ότι για όλα τα πράγματα υπάρχει κάποιος λόγος. Αυτοί που τα κάνουν ξέρουν όπως ξέρει και ο Θεός. Δεν μπορώ εγώ να κρίνω. Οπως δεν κρίνω και αυτούς που λέγονται διώκτες και κάνουν χειρότερα. Ο Σάββας είναι ένας άνθρωπος που δίνεται στους άλλους. Για μένα είναι πλέον λογικό αυτό του το δόσιμο να οδήγησε σε πολιτικές επιλογές τέτοιου είδους. Εγώ δεν θα το έκανα. Καταλαβαίνω όμως γιατί το έκανε αυτός. Οπως καταλαβαίνω πως σαν κοινωνία ζούμε στην προϊστορία. Ρόπαλα. Ο ένας χτυπάει με όπλο, ο άλλος με την εξουσία. Με ενοχλεί που δεν σεβόμαστε ο ένας τον άλλο. Με πειράζει που χρειάζεται να υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν για το δίκιο τους με αυτόν τον τρόπο. Εστω και αν οι υπόλοιποι δεν αποδέχονται το δίκιο αυτό. Δεν είναι θέμα του Σάββα ή του κάθε Σάββα».

– Μπορείτε να ζείτε με έναν άνθρωπο που αποκαλύπτεται ότι σκότωνε συνανθρώπους του;

«Σου είπα, δεν είναι θέμα του Σάββα. Με πικραίνουν πολλά πράγματα. Αυτό που καταλαβαίνω όμως είναι ότι αυτό που έγινε ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής άποψης. Δεν έχω επιλέξει έναν εκτελεστή που πληρωνόταν για να το κάνει. Ηταν μια ιδεολογία. Για τους υπόλοιπους ακατανόητη. Είναι όμως».

– Γιατί μίλησε αργότερα; Βρήκε μάταιη την ιδεολογία;

«Δεν ξέρω και δεν πιστεύω ότι μίλησε με την έννοια που το λες. Εγινε κάτι κατά τη διάρκεια της καταστολής του. Εμένα ήρθαν στο σπίτι επειδή βρήκαν το τηλέφωνό μου στην κάρτα του Σάββα, και δεν ήξεραν ποιον ζητούσαν και με ποιον είχαν να κάνουν. Και μετά από λίγες ώρες ήξεραν τα πάντα. Πώς γίνεται αυτό; Υπάρχουν πολλά μυστήρια πράγματα. Οπως αυτό που έγινε σήμερα με τον Κουφοντίνα. Παραδόθηκε, αλλά υπήρχε και υπάρχει και σήμερα κατευθυνόμενη φημολογία».

– Δεν έχει δικαίωμα η κοινή γνώμη έστω και σε αυτή την αυθαιρεσία; Σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι…

«Μιλάμε όχι για τον κόσμο αλλά για αυτούς που ρίχνουν προς τα έξω αυτές τις φήμες. Σας είπα, γι’ αυτούς υπήρχε μια ιδεολογία. Εγώ γνώρισα τον Κουφοντίνα σαν ένα οικογενειακό φίλο. Εναν καλό άνθρωπο, όχι έναν εκτελεστή. Το ίδιο και τον Σάββα. Δεν είναι τυχαίο πως όσοι τους γνώρισαν λένε ότι ήταν καλοί άνθρωποι».

– Είσαστε η γυναίκα ενός τρομοκράτη και για πολλούς ενδεχομένως τρομοκράτισσα και η ίδια.

«Πρέπει να με καρφώσει, νομίζεις, η κοινωνία για αυτό στον τοίχο. Να ακούω όλα αυτά; Μέχρι ότι ήμουνα ερωμένη του Κάρλος…».

– Ονειρεύεστε;

«Οχι. Περιμένω το αύριο».

– Φοβάστε μήπως συλληφθείτε; Εχει ειπωθεί τόσες φορές.

«Οχι, αυτό δεν το φοβάμαι. Γι’ αυτά που ακούγονται, τι να πω; Εχω ακούσει τόσα πολλά. Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Είπανε ότι είχα σχέση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στο Σουδάν. Σας μοιάζω για γυναίκα που θα φορούσε φερετζέ; Ο Σάββας γελάει με αυτά. Εμένα με ενοχλεί που με συλλαμβάνουν τα μέσα ενημέρωσης. Συμβαίνουν τρομερά πράγματα με μένα. Βγήκε ψευδομάρτυρας και είπε ότι πήγαμε να ψωνίσουμε απ’ το μαγαζί του, άρα ήμασταν με τη Σωτηροπούλου στη γιάφκα. Θυμόταν πώς ήμασταν, τι φορούσαμε, με τι αυτοκίνητα πήγαμε αλλά δεν θυμόταν αν ψωνίσαμε απ’ το μαγαζί του».

– Σας έχει ζητήσει συγγνώμη ο Σάββας;

«Ναι, μου έχει ζητήσει. Εχει ζητήσει και από τον πατέρα μου, ο οποίος έχει πεθάνει. Του είχε υποσχεθεί ότι θα με προσέχει αλλά μόνο αυτό δεν έγινε».

– Σκοπεύει κάποια στιγμή να απευθυνθεί στους συγγενείς ανθρώπων που σκότωσε;

«Σκοπεύει να κάνει διάφορα, αλλά θα τα κάνει ο ίδιος, όχι εγώ».

– Εσείς τι σκοπεύετε να κάνετε;

«Απ’ ό,τι βλέπεις, να μαθαίνω. Πιστεύω πως θα τα καταφέρω. Αν δω ότι τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα, θα πάω ξανά στην Αφρική, στους φίλους μου στη Σαχάρα, να μου δώσουν κουράγιο. Αυτοί έχουν μια άλλη ηρεμία. Σέβονται και κατανοούν περισσότερο τους ανθρώπους από εμάς. Οι Μπερ Μπερ, που για τη δική μας την κοινωνία είναι απολίτιστοι, είναι για μένα πιο μεγάλοι δάσκαλοι απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι που συμβουλεύουν και πληροφορούν».

Πηγή: Το Βήμα
nikaria.gr

Κατηγορία: ΕΙΔΗΣΕΙΣ / ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

close
Facebook IconTwitter Icon