O αντρας στο Φεγγαρι (Παραμυθι απο την Αργεντινη)

Κάποτε ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι, που το έλεγαν Αμάτα και ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, περικυκλωμένο από δάση, στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού. Η Αμάτα ήταν ονειροπαρμένη και είχε όλο παράξενες ιδέες. Φανταζόταν πως… υπήρχε κάποιος άντρας στο φεγγάρι που της χαμογελούσε από ψηλά κάθε βράδυ.

“Θέλω να τον παντρευτώ, μαμά”, έλεγε πεισματάρικα.
“Είναι ο ομορφότερος άντρας που έχω δει ποτέ”.

“Δεν υπάρχει κανένας άντρας στο φεγγάρι”, ανταπαντούσε απότομα η μητέρα της.
“Καιρός να βάλεις στην άκρη τα παιδιάστικα ονειροπολήματά σου. Πολλά παληκάρια του χωριού, ζήτησαν το χέρι σου. Ξέχνα το φεγγάρι και διάλεξε ένα από αυτά”.

Όμως, η Αμάτα, αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα από το φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν άλλον. Εκείνο το βράδυ, έβαλε τα υπάρχοντά της σε μια τσάντα και το έσκασε από το χωριό. Θα πήγαινε να βρει τον άντρα των ονείρων της και θα του έλεγε πόσο τον αγαπούσε. Εκείνος όμως, θα της απαντούσε?

Η Αμάτα περιπλανήθηκε στο δάσος, κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τα δέντρα. Το φεγγάρι ήταν τόσο ψηλά στον νυχτερινό ουρανό…πως θα έφτανε τον αγαπημένο της? Προσπάθησε να τον φωνάξει, αλλά η φωνή της πνιγόταν από τους ήχους των πλασμάτων της νύχτας. Προσπαθώντας να τον αγγίξει, σκαρφάλωσε στο ψηλότερο δέντρο του δάσους, σκίζοντας το φουστάνι της στα κοφτερά κλαδιά. Και πάλι όμως το φεγγάρι ήταν πολύ μακρυά.

Η Αμάτα κατέβηκε από το δέντρο και προσπάθησε να σκεφτεί. Στο τέλος αποφάσισε να σκαρφαλώσει στο βουνό. Θα έφτανε το φεγγάρι από την κορυφή του?

Ξεκίνησε να ανεβαίνει το μονοπάτι, ακολουθώντας τα πανάρχαια περάσματα που είχαν ανοίξει οι βοσκοί, αφήνοντας πίσω της το φιλόξενο δάσος. Το χιόνι στο βουνό, μελάνιασε τα γυμνά πόδια της και οι αιχμηρές πέτρες, ξέσκισαν τις μικρές πατούσες της, αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία. Έφτανε πιο κοντά στον άντρα που αγαπούσε. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φώναξε: “Γειά σου..γειά σου..”

Και πάλι όμως ο άντρας στο φεγγάρι, ήταν πολύ μακρυά. Βαριά σύννεφα φορτωμένα βροχή, σχημάτισαν μια κουρτίνα ολόγυρά του και εξαφανίστηκε από τα μάτια της. Το καημένο το κορίτσι, πήρε με δυσκολία το δρόμο του γυρισμού, κλαίγοντας με λυγμούς από την απελπισία. Ήταν αποφασισμένη να μην επιστρέψει στο χωριό της. Αν δεν μπορούσε να έχει τον άντρα στο φεγγάρι, δεν ήθελε κανέναν…

Στο δάσος σταμάτησε για να πλύνει τα κουρασμένα και πληγιασμένα πόδια της σε μια λίμνη. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, το φεγγάρι ήταν εκεί, φανερωμένο πια από τα σύννεφα και επέπλεε στο νερό της λίμνης. Η Αμάτα, είχε ανεβεί στην κορυφή του βουνού για να τον φτάσει, όμως αυτός ήταν εκεί, μπροστά στα πόδια της. Τι όμορφος που ήταν και πόσο χαρούμενος φαινόταν που την έβλεπε! Άπλωσε το χέρι για να του χαϊδέψει το πρόσωπο και έπεσε με το κεφάλι μέσα στη λίμνη. Το τελευταίο πράγμα που είδε, ήταν το χαμόγελό του…

Ψηλά, ανάμεσα στ’ αστέρια, ο θεός Τούπα, που παρακολουθούσε όλο αυτό τον καιρό την Αμάτα, δεν άντεξε τόσο πόνο. Ένα τόσο γενναίο κορίτσι, άξιζε καλύτερη μοίρα, ένα πιο ευτυχισμένο τέλος. Ο θεός, ανοιγόκλεισε τα μάτια και η Αμάτα, επέπλευσε και πάλι στην επιφάνεια του νερού, μεταμορφωμένη σ’ ένα πανέμορφο νούφαρο.

Ακόμη και σήμερα, το νούφαρο και ο άντρας στο φεγγάρι συναντιούνται κάθε βράδυ στη λίμνη και θαυμάζει ο ένας, την αιώνια ομορφιά του άλλου…

ΠΗΓΗ : ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ (FACEBOOK)

Κατηγορία: ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ

Αφήστε μια απάντηση

close
Facebook IconTwitter Icon